κασιγνήτα

κασιγνήτα
κασιγνήτᾱ , κασιγνήτη
sister
fem nom/voc/acc dual
κασιγνήτᾱ , κασιγνήτη
sister
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κασιγνήτας — κασιγνήτᾱς , κασιγνήτη sister fem acc pl κασιγνήτᾱς , κασιγνήτη sister fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασιγνήταν — κασιγνήτᾱν , κασιγνήτη sister fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PRYTANITIDES — dictae sunt olim viduae illae, quae tum alibi in Graecia, tum Athenis inprimis, sacrum Vestae ignem custodirent. Ita enim Plut. in Numa, Τῆς Ε῾λλάδος, ὅπου πῦρ ἄσβεςτόν ἐςτι, ὼς Πυθοῖ καὶ Α᾿θήνῃσιν, οὐ παρθένοι, γυναῖκες δὲ πεπαυμέναι γάμων… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κασίγνητος — κασίγνητος, ὁ, ἡ, θηλ. και κασιγνήτη, αιολ. τ. κασιγνήτα, κυπρ. τ. κασινήτα και καινίτα (Α) 1. αδελφός, αδελφή, και ειδ. ο, η ομοπάτριος (α. «Ἰφιδάμαντος κασίγνητον», Ομ. Ιλ. β. «τώδε τὼ κασιγνήτω» οι δύο αυτές αδελφές, Σοφ.) 2. (το θηλ. και… …   Dictionary of Greek

  • ομόθρονος — η, ο (ΑΜ ὁμόθρονος, ον) αυτός που μοιράζεται τον ίδιο θρόνο με άλλον («Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + θρόνος (πρβλ. χρυσό θρονος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”